- ζυγοσταθμέω
- ζῠγοσταθμ-έω,A = ζυγοστατέω, Tz.ad Lyc.270, 275 (both [voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζυγοσταθμήσει — ζυγοσταθμέω aor subj act 3rd sg (epic) ζυγοσταθμέω fut ind mid 2nd sg ζυγοσταθμέω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοσταθμηθέντα — ζυγοσταθμέω aor part pass neut nom/voc/acc pl ζυγοσταθμέω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοσταθμήσεται — ζυγοσταθμέω aor subj mid 3rd sg (epic) ζυγοσταθμέω fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοσταθμηθῆναι — ζυγοσταθμέω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοσταθμηθήσεται — ζυγοσταθμέω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοσταθμῶν — ζυγοσταθμέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)